«Ολόκληρες» αλήθειες για την Υδρα (22/01/2017) |
|
Το καλοκαίρι στην Ελλάδα καταναλώνουμε νησιά. Περνάμε λίγες ημέρες πάνω στη ράχη τους. Και εκείνα μας κουβαλούν υπομονετικά, μας ξεκουράζουν, μας δροσίζουν στις θάλασσές τους, μας ταΐζουν στις ταβέρνες τους και μας ξεδιψούν στα μπαρ. Μα, αν θέλουμε στην πραγματικότητα να τα αισθανθούμε, πρέπει να κάνουμε τον κόπο να ξαναπάμε τον χειμώνα. Μέσα στην ερημιά, με τη διαύγεια του ήλιου του Γενάρη και τη σιγαλιά, ξεπροβάλλει η πραγματική, «γυμνή» τους φύση. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση από το να γίνουμε οι απόλυτοι άρχοντες σε μια μικρή επικράτεια. Σε αδειανές παραλίες, μετρημένα στα δάχτυλα μαγειρεία, σε μόλους που αναμετριούνται με το κύμα, βουνοκορφές που τις γαζώνει ο βοριάς, κρύβονται τα μυστικά που δεν χαρίζονται στον θερινό επισκέπτη. Η Υδρα είναι η παντοτινή, καλοκαιρινή μου αγάπη, αλλά ποτέ δεν είχα πάει τον χειμώνα. Μέχρι πριν από λίγες μέρες. Δεν άλλαξα τις συνήθειές μου. Κάθε φορά που επιστρέφω στο λιμάνι της κάνω ένα μικρό τελετουργικό: κοιτάζω πάντα δεξιά για να «χαιρετίσω» συνωμοτικά μια φορτηγίδα μόνιμα ρεμεντζαρισμένη στο έμπα του λιμενοβραχίονα. Είναι βαμμένη σε έντονο γαλάζιο με κόκκινα ύφαλα και έναν κατακίτρινο γερανό στην πλώρη της. Τη λένε «Χρήστος - Νεκταρία» και με τα χρόνια, εγώ και αυτή έχουμε γίνει κάτι σαν φίλοι. Υστερα, αφήνω το βλέμμα μου να χαρεί τον οικισμό, αυτήν την τετράγωνη πετρόκτιστη αγκαλιά με την τέλεια κλίμακα ως προς το ανθρώπινο μέτρο. Και με την κατόπτευση, νιώθω αυτό το ανακουφιστικό «κλακ» που κάνει η καρδιά όταν μπαίνει στη θέση της και αισθάνεται ωραία. Οι λιγοστοί τουρίστες εξαφανίστηκαν μόλις έφυγε το ημερήσιο κρουαζιερόπλοιο και το νησί έμεινε ξαφνικά κατάδικό μου μεσημεριάτικα. Αρχισα να περπατάω. Η προκυμαία έδειχνε διπλάσια χωρίς καθόλου κόσμο, δίχως τραπέζια και με μαζεμένες τις τέντες που τη σκιάζουν όταν ο ήλιος καίει. Το μαλακωμένο χειμωνιάτικο φως έκανε τον ασβέστη να λαμποκοπά και τις ώχρες στους τρούλους των εκκλησιών να αποκτούν εξωπραγματικό βάθος. Η θάλασσα είχε αυτό το γκρι μπλε που περιέγραφε ο Τέτσης όταν μίλαγε με αγάπη για την πατρίδα του και οι πλαγιές πρασίνιζαν από αυτό το τρυφερό χορταράκι που το καλοκαίρι γίνεται ξανθό. Σε κάθε κομμάτι της διαδρομής μέχρι και τον Βλυχό είχα γάτες για συντροφιά. Κάθε μια με πήγαινε μέχρι τα δικά της σύνορα (πολύ καθορισμένα στο γατήσιο κόσμο της αλλά άγνωστα σε εμένα) και μετά –αιφνιδίως– με παραλάμβανε μία άλλη για να με συνοδεύσει παρακάτω σε μια σκυταλοδρομία με σηκωμένες φουντωτές ουρές. Επέλεξα μια διαδρομή που δεν ήξερα, τον «εσωτερικό περιφερειακό», για να περάσω μπροστά στο ερείπιο σπίτι του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, το παλιό γηροκομείο πάνω από το Καμίνι και ένα από τα δύο νεκροταφεία του νησιού. Τα σπίτια ήταν ερμητικά κλειστά αλλά δεν έδειχναν αφιλόξενα, μερικά άλογα έβοσκαν ήρεμα στο υπερπέραν και τα ρωμαλέα βράχια έκλεβαν την παράσταση. Αν συνειδητοποιήσει κανείς το μέγεθος του οικισμού της Υδρας και σε τι μικρή ακτίνα κινούνται οι περισσότεροι επισκέπτες, τότε ανοίγεται μπροστά του ένας καινούργιος άγνωστος κόσμος. Το μόνο πρόβλημα σε αυτήν την περιπλάνηση είναι ότι σπάνια συναντούσα κάποιον για να ρωτήσω αν κατευθύνομαι σωστά και δεν έχω χαθεί στους δαιδάλους των στενών. Σε ένα ξέφωτο μόνο, ανάμεσα σε σκαλιά, στεγάδια και στενωπούς, βρήκα έναν μανάβη με την παρέα των γερόντων και ένα γαϊδαράκο που μου έδωσε οδηγίες. Η βόλτα κράτησε πολλή ώρα και η επιστροφή από τον Βλυχό έγινε στο θαλάσσιο μέτωπο όπου εργάτες έχουν αρχίσει να πετροστρώνουν ένα χωμάτινο καλντερίμι που έχει διχάσει τους κατοίκους για το αν και με ποιον τρόπο έπρεπε να κατασκευαστεί. Στον ορίζοντα η Πελοπόννησος και ενδιάμεσα μερικές βραχονησίδες με εκκλησάκια και μια θάλασσα κάλμα να στραφταλίζει. Ομορφιά ιαματική. Γυρίζοντας στο λιμάνι σχεδόν με κατέλαβε ένα αίσθημα ντροπής: τι έλεγα ότι αγαπούσα την Υδρα χωρίς να την έχω δει με τα χειμωνιάτικά της ρούχα; Μισές αλήθειες. http://www.kathimerini.gr/892593/article/ta3idia/me-aformh/oloklhres-alh8eies-gia-thn-ydra
|
|