Την Πρωτοχρονιά, οι πόρτες των σπιτιών μένουν όλη τη μέρα ανοιχτές για να υποδεχτεί ο νοικοκύρης τον πρώτο επισκέπτη που θα μπει απρόσκλητος στο σπίτι. Ο νοικοκύρης καλωσορίζει τον επισκέπτη, του κρεμάει με μια κορδέλα στο λαιμό το πρωτοχρονιάτικο δώρο του και τον καλεί στο γιορτινό τραπέζι.
Ο Αγιασμός στην Ύδρα, τα παλιά τα χρόνια, γινότανε την Παραμονή των Φώτων, για να εκδιωχθούν οι καλλικάντζαροι. Όλες οι νοικοκυρές εκκλησιαζόντουσαν στο Μεγάλο Αγιασμό και μετά το τέλος της Λειτουργίας μετέφεραν τον αγιασμό στα σπίτια τους, όπου με ένα μέρος του αγιασμού αγίαζαν κάθε γωνιά του σπιτιού τους, τις στέρνες και τα πηγάδια τους ενώ τον υπόλοιπο αγιασμό τον φύλλαγαν στο εικονοστάσι για την υπόλοιπη χρονιά. Την ίδια μέρα οι ιερείς όλων των ενοριών της Ύδρας, αγιάζανε τα σπίτια, τα καταστήματα και τα καΐκια των ενοριτών τους.
Την ημέρα των Θεοφανείων, μετά το τέλος της ακολουθίας του Μεγάλου Αγιασμού, προεξάρχοντος του Μητροπολίτη και με τους ιερείς των άλλων ενοριών, εσχηματίζετο μεγάλη λιτανευτική πομπή. Η Λιτανεία ξεκινούσε με λαμπρότητα στις 09.00-09.30πμ και με ψαλμωδίες και δεήσεις κατευθυνόταν με ενδιάμεσες στάσεις μέσω των παλαιών συνοικιών της Ύδρας - Κιάφας-Γκουρμάδας - έως την πλατεία των Καλών Πηγαδίων, όπου οι ιερείς του νήσιού τελούσαν τον αγιασμό των δύο πηγαδίων.
Αυτή η λιτανεία δεν είχε –όπως την περιγράφουν οι γεροντότεροι- να ζηλέψει σε τίποτα από την αντίστοιχη λιτανεία της Παναγίας της Τήνου σε λαμπρότητα και σε πλήθος πιστών!
Οι δρόμοι, οι πεζούλες, οι αυλές, τα παράθυρα, τα λιακωτά αλλά και τα μπαλκόνια ήταν γεμάτα από κόσμο που σταυροκοπιόταν, η ατμόσφαιρα μύριζε λιβάνι και οι καμπάνες των εκκλησιών σήμαιναν χαρμόσυνα.
Στη συνέχεια, κοντά στο μεσημέρι η Λιτανεία έφτανε στο βορεινό μώλο του λιμανιού, μέσω της κεντρικής οδού Ανδρέα Μιαούλη και εκεί ο Δεσπότης έριχνε το Σταυρό δεμένο με κορδέλα στη θάλασσα ψέλνοντας το "Εν Ιορδάνη...", αφήνοντας τρία περιστέρια, για να καθαγιασθούν τα ύδατα.
Με την κατάδυση του Σταυρού στη θάλασσα αρκετοί Υδραίοι βουτούσαν για να πιάσουν τον Σταυρό, «για το καλό», να τον ανασύρουν και να έχουν την ευλογία Του.
Στη συνέχεια επέστρεφαν όλοι μαζί στη Μητρόπολη για να προσκυνήσουν το Σταυρό που άγιασε τα νερά προκειμένου να δώσει υγεία, καλές θάλασσες αλλά και καλά ταξίδια στους θαλασσινούς.
Μετά την Εκκλησία, τα παιδιά που έπεφταν στη θάλασσσα για να πιάσουν το Σταυρό, τον έπερναν και τον περιέφεραν στα μαγαζιά, αλλά και στα σπίτια για να έχουν οι Υδραίοι υγεία και προκοπή και σε ανταπόδοση οι πιστοί ασήμωναν τα παιδια και τα φιλοδωρούσαν με γλυκίσματα και χρήματα.
Από τα πιο όμορφα και τα πιο γραφικά Υδραίϊκα έθιμα είναι η περιφορά του Επιταφίου, μέσα στη θάλασσα, που γινόταν και γίνεται με μεγάλη Κατάνυξη το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής στα Καμίνια. Μετά από την περιφορά του Επιταφίου στη συνοικία, η πομπή καταλήγει στη θάλασσα, όπου μπαίνουνε οι βαστάζοι ίσαμε τη μέση και ακουμπάνε τα πόδια του Επιταφίου στο νερό, για να ευλογηθούν και να καθαγιαστούν τα νερά. Στη συνέχεια γίνεται δέηση υπέρ των ναυτικών που ταξιδεύουν, για ήσυχα ταξίδια και καλό γυρισμό.
Το έθιμο πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στα Καμίνια το έτος 1923 και από τότε επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο σύμφωνα με την παράδοση. Ξεκίνησε από τους σφουγγαράδες των Καμινίων, των οποίων τα σφουγγαράδικα καΐκια αναχωρούσαν μετά την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως και επέστρεφαν κοντά στην ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Στην πόλη της Ύδρας, μετά την ακολουθία των Μεγάλων Ωρών της Αποκαθηλώσεως, οι καμπάνες των ενοριών σημαίνουν πένθημα. Πρώτη σημαίνει η Μεγάλη Καμπάνα του Μοναστηριού και ακολουθούν οι καμπάνες των υπολοίπων ενοριών, της Αγίας Βαρβάρας, της Υπαπαντής και του Αγίου Δημητρίου. Όλοι οι Επιτάφιοι συγκεντρώνονται στη βόρεια είσοδο της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου, στην πλατεία Π. Κουντουριώτη στο λιμάνι και ακολουθεί η Περιφορά των Επιταφίων μέσα από τα πλακόστρωτα δρομάκια της Πόλης της Ύδρας.
Η Ανάσταση γινότανε μέσα σε κατανοικτική ατμόσφαιρα, στο φως των κεριών, σε όλες τις Εκκλησίες του νησιού, έχει ιδιαίτερο χρώμα και τέλειωνε την Κυριακή του Πάσχα με το παραδοσιακό ψήσιμο του οβελία και το "κάψιμο του Ιούδα".
Όλες οι ενορίες της Ύδρας τελούσαν το έθιμο του καψίματος του Ιούδα, από πολύ παλιά μετά τον εσπερινό της Αγάπης, ανήμερα την Κυριακή του Πάσχα. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των ενοριών ήταν μεγάλος και μάλιστα κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας οι εκκλησίες έβγαζαν δίσκο προκειμένου να καλυφθούν τα έξοδα για το έθιμο.
Η προετοιμασία για την κατασκευή του Ιούδα άρχιζε πολύ πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα. Τον φτιάχνανε στο μπόϊ σωστού άνδρα, τον ντύνανε απ΄έξω με εβραϊκά ρούχα και τον παραγιομίζανε με άχυρα μέσα στα οποία βάζανε στρακαστρούκες και ρουκέτες, για να γίνει μεγάλος βουηχτός.
Το ενα του χέρι, το αριστερό το κάνανε τεντωτό στη γραμμή του ώμου, με το δείκτη του χεριού αυτού που λέγεται λιχανός να δείχνει, και τα άλλα δάκτυλα μαζεμένα σε γροθιά. Από το τεντωμένο αυτό δάκτυλο, του κρεμάγανε μία σακουλίτσα που είχε μέσα τα τριάκοντα αργύρια της προδοσίας. Το άλλο του χέρι το δεξιό το υψώνανε και τα κάνανε σαν κουλούρι, ώστε ο λιχανός του τεντωμένος να ακουμπάει στο μηνίγγι του Ιούδα.
Το πρωϊ της Κυριακής του Πάσχα, οι Υδραίοι και οι επισκέπτες περιτριγύριζαν τον Ιούδα που τον είχανε καβάλα ανάποδα σε άλογο, έριχναν βαρελότα και τον πετροβολούσαν, προτού τον στήσουν στο ικρίωμα που θα τον εκτελούσαν και θα τον καίγανε το απόγευμα.
Το απόγευμα μετά τον εσπερινό, σε κάθε ενορία όλα τα παλληκάρια με παλιά ντουφέκια, καραμπίνες, τρουμπόνια, καρυοφύλλια και άλλα, παίρνανε τον παπά και όλους τους ενορίτες και πηγαίνανε στον λάκκο που τον είχανε στήσει, τον εκτελούσανε και τον καίγανε.
Την έναρξη των αποκρεών στην Ύδρα, σηματοδοτούσε κατά τα παλαιά χρόνια, η ημέρα του εορτασμού της μνήμης του Αγίου Αντωνίου του Μέγα την 17ην Ιανουαρίου. Αυτή την μέρα, σε όλες τις γειτονιές του νησιού της ‘Ύδρας, οι υποψήφιοι καρναβαλιστές άρχιζαν να κτυπούν τα τύμπανα και τα ταμπούρλα τους αναγγέλλοντας το χαρμόσυνο μήνυμα του ερχομού της Αποκριάς.
Γράφει ο Νικόλαος Χαλιορής χαρακτηριστικά: «...σ’όλες τις γειτονιές και γίνεται μεγάλος ο αλαλαγμός, που τον δυναμώνει πιο πολύ η απήχησις των γύρω βουνών, που περιστοιχίζουν την αμφιθεατρική πόλη της Ύδρας..».
Τα ταμπούρλα και τα τύμπανα ηχούσαν ως και το βράδυ της Καθαρής Δευτέρας. Το έθιμο έχει πλέον σβήσει από την Ύδρα και ο ήχος αυτών των κρουστών ακούγεται μόνο κατά την διάρκεια της περιφοράς του πατροπαράδοτου Υδραίικου καρνάβαλου στις περιοχές και στους δρόμους του νησιού
Η περιφορά του Καρνάβαλου στην Ύδρα γινόταν την Κυριακή της Τυρινής. Η αρχική διαδρομή του καρνάβαλου, αναφέρεται από τον Νικολάου Χαλιορή: «..Την Κυριακή της Τυρίνης η βόλτα των μουσκαριών γίνεται ξενοχώρα μεγάλη. Ανεβαίνουμε από την Ξερή Ελιά, και από το Παζάρι, περνάνε από τον Κεντρικό δρόμο, διασχίζουνε το Καμίνι, ανεβαίνουνε αριστερά από την Ανάληψη, που είναι κοντά στα Κριεζήδικα τα σπίτια, κατά το Βλυχό, κατόπιν από τον κεντρικό δρόμο της Κιάφας, που ήταν άλλοτε το μαγαζί του Περκιζα και των δύο Καΐρηδων, και βρίσκονται ακόμη οι Εκκλησίες ο «Χριστος» του Οικονόμου, η «Βαγγελίστρα» κι ο «Αγιος Λευτέρης», περνανε και φτάνουνε στα Καλά Πηγάδια,και έπειτα από το ποτάμι το στρωμένο τώρα κατεβαίνουνε μζί με τη νύχτα πάλι στα μαγαζιά του Παζαριού κι αρχίζουνε το γλέντι...».
Κατά την διάρκεια της αποκριάτικης περιόδου στην Ύδρα της παλιάς εποχής πολλές παρέες μασκαράδων επισκέπτονταν τις γειτονιές της πόλης που γίνονταν δεκτοί με χαρές, τραγούδια και χορούς.
Όταν ο δρόμος τους έφτανε στα «Καλά Πηγάδια», στήνανε γλέντι με χορό στην πλατεία που σχηματίζεται στο χώρο των πηγαδιών. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα σημερινά μεταλλικά σκέπαστρα και τα πηγάδια ήταν ανοικτά, έτσι κατά την διάρκεια του χορού οι πιο θαρραλέοι έκαναν σάλτους επάνω από τα ανοικτά πηγάδια δείχνοντας την λεβεντιά τους και την σβελτοσύνη τους στον κόσμο που χειροκροτούσε.
Επιπλέον πολλές κοπέλες που παρακολουθούσαν αυτό το επικίνδυνο δρώμενο, διάλεγαν το μελλοντικό τους ταίρι ανάμεσα στα παλληκάρια που έκαναν αυτούς τους σάλτους επάνω από τα πηγάδια.
Ένα από τα παλιότερα έθιμα της Αποκριάς του Υδραίικου Καρναβαλιού ήταν και το μασκάρεμα κάποιου που έβαφε το πρόσωπό του κατάμαυρο, παίρνοντας την βαφή από ένα τηγάνι. Τον ονόμαζαν «Αράπη» και ήταν αυτός ο επικεφαλής της πομπής του Καρνάβαλου.
Ο «Αράπης» είχε τον ρόλο να διασκεδάζει με τα άσεμνα αστεία του και τα σκωπτικά αποκριάτικα διονυσιακά στιχάκια του τα «Μουσκάρια» (οι μασκαράδες του Καρναβαλιού), αλλά και του παρευρισκόμενους. Ακόμη κρατώντας ένα δοχείο νύχτας στα χέρια του, που περιείχε μακαρόνια τα ανακάτευε, τα έπαιρνε με τα χέρια του και έτρωγε από αυτά προτρέποντας του μασκαράδες και τον κόσμο να δοκιμάσουν και τους προκαλούσε πειράζοντας τους με τα αστεία του.
Αυτό το έθιμο με τον «Αράπη» και τα μακαρόνια –όπως και άλλα- έχει πλέον εκλείψει από το Υδραίικο Καρναβάλι, που πιθανότατα έχει τις ρίζες του σε παλαιότατες εποχές.
Ο Α. Μανίκης αναφέρει ότι παλιότερα Οι καρναβαλιστές: «...χορεύοντας Ελληνικούς χορούς και τον Υδραϊκο μπάλλο- με την συνοδεία των αθάνατων λαϊκών τραγουδιών, «οια: ένα νερό κυρά-Βαγγελιώ, Λεϊμονάκι μυρωδάτο, Κάτω στο γιαλό, η μηλίτσα που σαι στο γκρεμό η και με τ’αστείο, τάχα-ρε πως το τρί....αμάν! αμάν!..πως το τρίβουν το πιπέρι και τα λοιπά παρόμοια που τα τραγουδουν ακόμη οι μασκαρεμένοι Ελληνες...»
Το πατροπαράδοτο Υδραίκο καρναβάλι, είναι ένα από τα παλιότερα της Ελλάδας, με αναφορές που κάνουν λόγο ότι η αρχή του εντοπίζονται στον 18ου αιώνα, έχει τις ρίζες της στους παλιούς Υδραίους καρναβαλιστές και έχει μια ιστορία ίσως μεγαλύτερη από 300 χρόνια.